- νυμφεύω
- (ΑΜ νυμφεύω) [νύμφη]1. δίνω κάποιον σε γάμο, παντρεύω ή μνηστεύω κάποιον2. μέσ. νυμφεύομαι(για άνδρα ή γυναίκα) έρχομαι σε γάμο με κάποιον, παντρεύομαινεοελλ.(για ιερέα, για δήμαρχο ή κοινοτάρχη) ενώνω ένα ζευγάρι με γάμοαρχ.1. μέσ. (για άνδρα) τελώ τους γάμους μου, λαμβάνω σύζυγο, παντρεύομαι («νυμφεύου δέμας Ἠλέκτρας», Ευρ.)2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ.) ἡ νυμφευομένηπροσωνυμία τής Ήρας3. έρχομαι σε συνουσία («Λήδαν ἐνύμφευσε», Ισοκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.